προσαναρρήγνυμι

προσαναρρήγνυμι
και προσαναρρηννύω Α
1. διαρρηγνύω, ξεσχίζω κάτι επί πλέον
2. μτφ. αφήνω να εκδηλωθεί, να ξεσπάσει κάτι («προσαναρρηγνὺς τὰς ἀδίκους», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀναρρήγνυμι «ανοίγω, σχίζω, κάνω κάποιον να ξεσπάσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσαναρρηγνυμένων — προσαναρρήγνυμι lacerate in addition pres part mp fem gen pl προσαναρρήγνυμι lacerate in addition pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναρρηγνύντα — προσαναρρήγνυμι lacerate in addition pres part act neut nom/voc/acc pl προσαναρρήγνυμι lacerate in addition pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναρρηγνῦσαι — προσαναρρήγνυμι lacerate in addition pres part act fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναρρηγνύναι — προσαναρρήγνυμι lacerate in addition pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναρρηγνύς — προσαναρρηγνύ̱ς , προσαναρρήγνυμι lacerate in addition pres part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναρρήγνυσιν — προσαναρρήγνῡσιν , προσαναρρήγνυμι lacerate in addition pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναρρήξας — προσαναρρήξᾱς , προσαναρρήγνυμι lacerate in addition aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”